- διαναγκάζω
- δι-αναγκάζω, durchzwängen, πόρους, durch die Poren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
διαναγκάζω — (Α) 1. ασκώ πίεση ή εφαρμόζω βία, εξαναγκάζω 2. (για εξαρθρωμένα μέλη) επαναφέρω στη θέση τους, ενεργώ ανάταξη 3. παθ. διαναγκάζομαι διαστέλλομαι … Dictionary of Greek
διαναγκάζῃ — διαναγκάζω drill pres subj mp 2nd sg διαναγκάζω drill pres ind mp 2nd sg διαναγκάζω drill pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκάζει — διαναγκάζω drill pres ind mp 2nd sg διαναγκάζω drill pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκαζομένη — διαναγκάζω drill pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκαζομένου — διαναγκάζω drill pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκαζόμενος — διαναγκάζω drill pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκάζειν — διαναγκάζω drill pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκάζεσθαι — διαναγκάζω drill pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκάζηται — διαναγκάζω drill pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκάζονται — διαναγκάζω drill pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκάσῃς — διαναγκάζω drill aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)